ταχυόνιο

ταχυόνιο
το, Ν
φυσ. υποθετικό υποατομικό σωματίδιο, το οποίο κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα τού φωτός στο κενό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachyon < ταχύς + κατάλ. -όνιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”